Από την βεράντα ενός στούντιο ηχογράφησης στην πλατεία Candyall Ghetto του Σαλβαντόρ, όπου έκανε πρόβες με το συγκρότημα κρουστών του Timbalada, ο μουσικός Carlinhos Brown αποφάσισε να αξιολογήσει τους αντίθετους κόσμους που οριοθετούν τη γειτονιά που μεγάλωσε και να διεκδικήσει κάτι καλύτερο γι’ αυτήν.
Ένα μισοτελειωμένο σπίτι στεκόταν στα δεξιά του, καθώς ο ιδιοκτήτης του δεν διέθετε τα χρήματα να το ολοκληρώσει. Πίσω του, τα φτωχικά σπίτια από γυψοσανίδες τοποθετημένα στη σειρά. Ευθεία μπροστά του, δίπλα στο γήπεδο ποδοσφαίρου, παράγκες κατασκευασμένες από αχρείαστα πλέον ξύλα. Στην κορυφή των λόφων που περικύκλωναν την περιοχή, υψώνονταν τα κομψά σπίτια της ανώτερης τάξης της πόλης, της 3ης μεγαλύτερης της Βραζιλίας με 3 εκατομμύρια πολίτες.
«Η φτώχεια δεν είναι δικαιολογία για τίποτα», τονίζει ο 46χρονος Brown. «H φτώχεια είναι ευκαιρία». Ο C. Brown, ένας από τους διασημότερους τραγουδοποιούς της Βραζιλίας, έπαιζε κάποτε μουσική με τα βαρέλια του νερού που έπρεπε να κουβαλάει στο σπίτι του, καθώς για να επιβιώσουν η μητέρα του έπλενε ρούχα. Η γειτονιά στην οποία μεγάλωσε, το Candeal Pequeno, μέσα σε λίγα χρόνια αναπτύχθηκε τόσο πολύ, ώστε να μην καταφέρνει να συντηρεί πλέον τους κατοίκους της. Τα παιδιά έπαιζαν μαζί με τα αστικά λύματα, οι δρόμοι πλημμύριζαν κάθε φορά που έβρεχε και πολλά σπίτια δεν διέθεταν ούτε ηλεκτρικό ρεύμα τα βράδια.
Ένα μισοτελειωμένο σπίτι στεκόταν στα δεξιά του, καθώς ο ιδιοκτήτης του δεν διέθετε τα χρήματα να το ολοκληρώσει. Πίσω του, τα φτωχικά σπίτια από γυψοσανίδες τοποθετημένα στη σειρά. Ευθεία μπροστά του, δίπλα στο γήπεδο ποδοσφαίρου, παράγκες κατασκευασμένες από αχρείαστα πλέον ξύλα. Στην κορυφή των λόφων που περικύκλωναν την περιοχή, υψώνονταν τα κομψά σπίτια της ανώτερης τάξης της πόλης, της 3ης μεγαλύτερης της Βραζιλίας με 3 εκατομμύρια πολίτες.
«Η φτώχεια δεν είναι δικαιολογία για τίποτα», τονίζει ο 46χρονος Brown. «H φτώχεια είναι ευκαιρία». Ο C. Brown, ένας από τους διασημότερους τραγουδοποιούς της Βραζιλίας, έπαιζε κάποτε μουσική με τα βαρέλια του νερού που έπρεπε να κουβαλάει στο σπίτι του, καθώς για να επιβιώσουν η μητέρα του έπλενε ρούχα. Η γειτονιά στην οποία μεγάλωσε, το Candeal Pequeno, μέσα σε λίγα χρόνια αναπτύχθηκε τόσο πολύ, ώστε να μην καταφέρνει να συντηρεί πλέον τους κατοίκους της. Τα παιδιά έπαιζαν μαζί με τα αστικά λύματα, οι δρόμοι πλημμύριζαν κάθε φορά που έβρεχε και πολλά σπίτια δεν διέθεταν ούτε ηλεκτρικό ρεύμα τα βράδια.
Αποκτώντας χρήματα και φήμη, ο Brown, όπως δηλώνει ο ίδιος, συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να κάνει περισσότερα από το να γράφει τραγούδια για να βοηθήσει τη γειτονιά του.
Δεκαπέντε χρόνια πριν, έκανε το πρώτο βήμα ιδρύοντας ένα μουσικό σχολείο για παιδιά «που ήταν κάποτε σαν αυτόν, φτωχά και με ελάχιστες ελπίδες, αλλά γεμάτοι όνειρα». Ονόμασε το σχολείο Pracatum, όπως ο ήχος που έβγαινε από τα αυτοσχέδια κρουστά που έπαιζε.
Στη συνέχεια, ο Brown άρχισε να πείθει τους κατοίκους να συμμετάσχουν σε μια αστική οργάνωση που ίδρυσε και προσπάθησε να ασκήσει πίεση πολιτικούς, φιλάνθρωπους και προσωπικότητες, όπως ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος της Ισπανίας και ο πρέσβης των ΗΠΑ στη Βραζιλία. «Η ημέρα που ασφαλτοστρώθηκε ο δρόμος μου, συνειδητοποίησα ότι μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα», δηλώνει η Maria José Menezes dos Santos, ενεργό μέλος της οργάνωσης και κάτοικος της περιοχής επί 38 χρόνια.
Το Candeal βρισκόταν σε μια προνομιούχα τοποθεσία, κοντά στην παραλία και ανάμεσα στο παλιό κέντρο του Σαλβαντόρ και το νέο του εμπορικό κέντρο. Η μόνη αξιόπιστη έρευνα που έχει πραγματοποιηθεί για τη γειτονιά χρονολογείται από το 1997 και ανέφερε ότι σχεδόν το 1/5 των 5.500 κατοίκων της ήταν άνεργοι και πως 4 στους 5 κέρδιζαν λιγότερα από 80 δολάρια το μήνα. Επιπλέον, 25% των κατοικιών κινδύνευαν να καταρρεύσουν.
Η οργάνωση του Brown δραστηριοποιήθηκε ενεργά, πείθοντας το υπουργείο Υγείας να ανοίξει την πρώτη κλινική της περιοχής. Συγκέντρωσε χρήματα για το χτίσιμο και την ανακαίνιση περισσότερων από 200 σπιτιών και για το βάψιμο άλλων 60. Έπεισε το γραφείο του δημάρχου να εγκαταστήσει υπονόμους και να ανακαινίσει το δημόσιο σιντριβάνι που ακόμα και σήμερα πολλές οικογένειες χρησιμοποιούν για το πλύσιμο των ρούχων τους.
«Οι κάτοικοι προσπαθούσαν να βρουν τρόπους να φύγουν από την περιοχή, εξαιτίας αυτού που ήταν. Τώρα κανείς δεν θέλει να φύγει. Το Candeal είναι φτωχό, αλλά έχει αξιοπρέπεια», δηλώνουν οι κάτοικοι.
Ο Brown επιμένει ότι «το μόνο που έκανα είναι να χρησιμοποιήσω το όνομά μου για να κάνω τους ανθρώπους να με ακούσουν. Δεν είμαι καλύτερος ούτε πιο έξυπνος από κανέναν. Αλλά όποτε βρίσκω κλειστή μια πόρτα, την κλοτσάω για να ανοίξει».
Πηγή: New York Times
>> το είδα στο http://www.tvxs.gr/v23308



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου