Στο προηγούμενο άρθρο μου είχα αναφερθεί στις υπεραπλουστεύσεις ή/και στις λάθος μεταφορές επιστημονικών ειδήσεων από τα ΜΜΕ, κάτι το οποίο θεωρώ ότι οφείλεται στην άγνοια από πλευράς των μεταφραστών-δημοσιογράφων ορισμένων βασικών εννοιών σχετικών με την είδηση που μεταφράζουν. Τότε είχα πει πως αυτή η λανθασμένη μεταφορά ειδήσεων μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στις αντιλήψεις που σχηματίζει ο καθημερινός πολίτης που, όπως είναι φυσικό, δεν έχει τις απαραίτητες γνώσεις για να ελέγξει αν αυτό που του μεταφέρουν τα ΜΜΕ ευσταθεί ή αν πρόκειται για δημοσιογραφικές υπερβολές.
Ένα παρόμοιο και εξίσου “επικίνδυνο” φαινόμενο είναι η χρήση άσχετων αλλά ταυτόχρονα βαρυσήμαντων επιστημονικών όρων κατά τη μεταφορά ειδήσεων, έτσι ώστε αυτές να ακούγονται όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστες και πειστικές. Αυτή η πρακτική βεβαίως δεν αποτελεί προνόμιο των δημοσιογράφων, αλλά δυστυχώς και επικίνδυνων πολιτικών ιδεολογιών που προσπαθούν να πείσουν για τις ιδέες τους χρησιμοποιώντας επιστημονική γλώσσα ως μέσο εντυπωσιασμού (π.χ. αναφορές σε δήθεν έρευνες που αποδεικνύουν την ανωτερότητα του ελληνικού DNA έναντι άλλων).
Πόσο ευάλωτοι είμαστε λοιπόν στην επιστημονικοφάνεια; Η ομάδα της Δρ. Weisberg από το MIT αποφάσισε να κάνει μια έρευνα πάνω σε αυτό το φαινόμενο, ερευνώντας κατά πόσο οι άνθρωποι πράγματι τείνουν να αποδέχονται πιο εύκολα επεξηγήσεις κάποιου ψυχολογικού φαινομένου όταν αυτές συνοδεύονται από άσχετες πληροφορίες από τον τομέα της Nευροψυχολογίας.
Το πείραμα
Στην έρευνα αυτή συμμετείχαν τρεις διαφορετικές ομάδες: απλοί πολίτες που δεν σχετίζονταν με την Νευροψυχολογία, πρωτοετείς φοιτητές ενός μαθήματος Γνωστικής Νευροψυχολογίας και ειδήμονες στον χώρο της Νευροψυχολογίας. Σε όλους τους συμμετέχοντες δόθηκε να διαβάσουν μια μικρή παράγραφο η οποία περιγράφονταν κάποιο ψυχολογικό φαινόμενο. Στη συνέχεια όμως υπήρχε και μια δεύτερη μικρότερη παράγραφος η οποία εξηγούσε γιατί εμφανίζεται αυτό το φαινόμενο. Υπήρχαν δύο ειδών επεξηγήσεις οι οποίες δόθηκαν τυχαία στον κάθε συμμετέχοντα: καλές και κακές. Οι καλές επεξηγήσεις πράγματι εξηγούσαν με κάποια λογικά επιχειρήματα τα αίτια του φαινομένου της πρώτης παραγράφου, ενώ οι κακές απλά επαναλάμβαναν με διαφορετικά λόγια την περιγραφή του φαινομένου για άλλη μια φορά.
Πέραν αυτού όμως, τόσο οι καλές όσο και οι κακές επεξηγήσεις χωρίζονταν σε δύο επίπεδα: επεξηγήσεις που περιείχαν άχρηστες πληροφορίες Νευροψυχολογίας και επεξηγήσεις που δεν περιείχαν τέτοιου είδους πληροφορίες.
1)Καλές με άσχετες πληροφορίες Νευροψυχολογίας,
2)Καλές χωρίς πληροφορίες Νευροψυχολογίας,
3)Κακές με άσχετες πληροφορίες Νευροψυχολογίας,
4)Κακές χωρίς πληροφορίες Νευροψυχολογίας.
Ακολουθεί ένα μικρό παράδειγμα μιας περιγραφής με τα τέσσερα επίπεδα επεξηγήσεων.
Ακολουθεί ένα μικρό παράδειγμα μιας περιγραφής με τα τέσσερα επίπεδα επεξηγήσεων.
Περιγραφή: “Έστω πως δίνουμε σε κάποιον μια λίστα με ερωτήσεις στις οποίες ξέρουμε πως το 50% του πληθυσμού γνωρίζει την απάντηση (π.χ. την πρωτεύουσα μιας χώρας). Έχει βρεθεί πως αν το άτομο ξέρει την απάντηση, τότε έχει την τάση να πιστεύει πως το 80% του πληθυσμού θα ήξερε να απαντήσει σωστά στην ερώτηση αυτή, παρόλο που κάτι τέτοιο δεν ισχύει.”
Καλή Επεξήγηση, χωρίς Νευροψυχολογία: Οι άνθρωποι κάνουν αυτού του είδους τα λάθη γιατί καθώς τους είναι δύσκολο να κρίνουν αντικειμενικά τις γνώσεις τρίτων, έχουν την τάση να προβάλλουν τις δικές τους γνώσεις πάνω στους άλλους.
Καλή Επεξήγηση, με άσχετες πληροφορίες Νευροψυχολογίας: Οι τεχνικές απεικόνισης εγκεφάλου δείχνουν πως αυτό το φαινόμενο συμβαίνει εξαιτίας της εγκεφαλικής δραστηριότητας στον πρόσθιο λοβό. Οι άνθρωποι κάνουν αυτού του είδους τα λάθη γιατί καθώς τους είναι δύσκολο να κρίνουν αντικειμενικά τις γνώσεις τρίτων, έχουν την τάση να προβάλλουν τις δικές τους γνώσεις πάνω στους άλλους.
Κακή Επεξήγηση, χωρίς Νευροψυχολογία: Οι άνθρωποι κάνουν αυτού του είδους τα λάθη γιατί τις περισσότερες φορές κρίνουν λανθασμένα τις γνώσεις των άλλων, καθώς τους είναι πιο εύκολο να κρίνουν τις δικές τους γνώσεις.
Κακή Επεξήγηση, με άσχετες πληροφορίες Νευροψυχολογίας: Οι τεχνικές απεικόνισης εγκεφάλου δείχνουν πως αυτό το φαινόμενο συμβαίνει εξαιτίας της εγκεφαλικής δραστηριότητας στον πρόσθιο λοβό. Οι άνθρωποι κάνουν αυτού του είδους τα λάθη γιατί τις περισσότερες φορές κρίνουν λανθασμένα τις γνώσεις των άλλων, καθώς τους είναι πιο εύκολο να κρίνουν τις δικές τους γνώσεις.
Όλοι οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να κρίνουν το πόσο ικανοποιητική ήταν η επεξήγηση σε μια κλίμακα από το -3 (καθόλου ικανοποιητική) έως το +3 (πολύ ικανοποιητική).
Τα αποτελέσματα έδειξαν πως ενώ οι απλοί πολίτες (Γράφημα 1) κατάφεραν να ξεχωρίσουν τις καλές από τις κακές επεξηγήσεις, όταν οι κακές επεξηγήσεις συνοδεύονταν από τις άσχετες πληροφορίες Νευροψυχολογίας τότε κρίνονταν ως σχετικά ικανοποιητικές!
Γράφημα 1: Οι απαντήσεις των πολιτών
Παρόμοια αποτελέσματα βρέθηκαν και για τους φοιτητές Γνωστικής Νευροψυχολογίας (Γράφημα 2), οι οποίοι αν και βαθμολόγησαν πολύ χειρότερα τις κακές επεξηγήσεις, όταν τους παρουσιάστηκαν άσχετες πληροφορίες Νευροψυχολογίας τότε έτειναν να κρίνουν θετικά τόσο τις καλές, όσο και τις κακές επεξηγήσεις.
Γράφημα 2: Οι απαντήσεις των φοιτητών Γνωστικής Νευροψυχολογίας
Τέλος, τα αποτελέσματα ήταν αρκετά διαφορετικά για τους ειδήμονες (Γράφημα 3), οι οποίοι έκριναν αρνητικά τις επεξηγήσεις που περιείχαν τις άσχετες πληροφορίες Νευροψυχολογίας, είτε αυτές ήταν γενικά καλές, είτε κακές. Αν και πάλι οι κακές επεξηγήσεις έγιναν λιγότερο κακές όταν περιείχαν τις άσχετες πληροφορίες, αυτό το φαινόμενο δεν ήταν τόσο έντονο όσο στις άλλες δύο ομάδες.
Γράφημα 3: Οι απαντήσεις των ειδημόνων
Πόσο επηρεαζόμαστε τελικά από την επιστημονικοφάνεια;
Βάσει της πιο πάνω έρευνας μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα πως τελικά όντως έχουμε την τάση να δεχόμαστε πιο εύκολα την επιχειρηματολογία κάποιου αν αυτή έχει κάποια χροιά επιστημονικότητας, ακόμη και αν αυτή είναι άσχετη με την ουσία του επιχειρήματος και ουσιαστικά δεν το ενδυναμώνει. Όσο λιγότερα γνωρίζουμε για ένα θέμα, τόσο πιο εύκολος στόχος μπορούμε να γίνουμε για κάποιον επιτήδειο, αρκεί να ξέρει πως να μας παρουσιάσει την άποψή του.
Δυστυχώς τέτοιες έρευνες φέρνουν στην επιφάνεια το θέμα της χειραγώγησης της μάζας και της ευαλωτότητας των απόψεων της λεγόμενης “κοινής γνώμης”, του μέσου δηλαδή πολίτη. Αν κάποιος μπορεί να μας πείσει για τη λογικότητα ενός επιχειρήματος μέσα από παράλογες προτάσεις, τότε τι γίνεται αν αρχίσουν να εμπλέκονται και προσωπικοί συναισθηματικοί παράγοντες που μπορούν από μόνοι τους να μας ωθήσουν στην αποδοχή ή την απόρριψη κάποιων ιδεών; Η ιστορία έχει δείξει πως η προπαγάνδα μπορεί να έχει σχετικά γρήγορα αποτελέσματα, ακόμη και σε μάζες εκατομμυρίων ατόμων. Σχετικά πρόσφατο και ιδιαίτερα επίπονο παράδειγμα χειραγώγησης των πολιτών βάσει μιας επιστημονικοφανούς ιδέας είναι η προσπάθεια εφαρμογής του λεγόμενου “κοινωνικού δαρβινισμού” από τους Ναζί, μιας θεωρίας που ουδεμία σχέση έχει με την δαρβινική θεωρία της εξέλιξης των ειδών.
Ποια είναι όμως η λύση; Να εμπιστευόμαστε λιγότερο όσους μας παρουσιάζουν κάποιες περίεργες θεωρίες; Πολύ πιθανόν. Ίσως να αρχίσουμε να δείχνουμε περισσότερη εμπιστοσύνη μονάχα στην άποψη των πραγματικών ειδημόνων; Δεν αποκλείεται. Αλλά θεωρώ πως η καλύτερη πρόνοια για την απόφευξη τέτοιου είδους παραπλάνησης και, κατ’ επέκταση, χειραγώγησης είναι η ανάπτυξη λογικής και κριτικής σκέψης. Δεν μπορούμε φυσικά να ξέρουμε τα πάντα, αλλά αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι αναπτύξουμε περισσότερα φίλτρα σκέψης τα οποία θα κάνουν πιο δύσκολη μια ενδεχόμενη εξαπάτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου