Την ανάγκη ευθυγράμμισης των μισθών με την παραγωγικότητα προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας υπογράμμισε ο επικεφαλής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος - Καν μιλώντας χθες στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής. Ωστόσο, μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και στοιχεία επεξεργασμένα από το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ ΓΣΕΕ) καταδεικνύουν πως οι μισθοί στην Ελλάδα υπολείπονται της παραγωγικότητας.
Από την έναρξη της κρίσης, ιδιαίτερα δε κατά την διάρκεια της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης του 2009-2010, ακούγεται κατά κόρον ότι η ελληνική οικονομία πάσχει από σοβαρό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, για το οποίο ενοχοποιείται η μεγάλη αύξηση των ονομαστικών μισθών. Η συνήθης σύγκριση όσων υιοθετούν έναν τέτοιο ισχυρισμό, γίνεται μεταξύ των αυξήσεων των μισθών στην Ελλάδα με τις αντίστοιχες στην Γερμανία. Η σύγκριση αυτή χρησιμοποιείται ως βάση για αποδοχή της άποψης της «εσωτερικής υποτίμησης», δηλαδή της μείωσης των ονομαστικών μισθών ως μέσο για την μείωση των τιμών άρα και για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ η σύγκριση αυτή είναι λανθασμένη:
Πρώτον, η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες μεταξύ των οποίων ένας είναι και οι μισθοί. Οι μισθοί...
επηρεάζουν άμεσα μόνον μια πλευρά της ανταγωνιστικότητας που είναι η ανταγωνιστικότητα κόστους.
Δεύτερον, όταν θέλουμε να συνάγουμε συμπεράσματα σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα κόστους, ποτέ δεν συγκρίνουμε μισθούς μεταξύ χωρών αλλά το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (διότι έχει σημασία εάν με αυτό το ύψος μισθών η χώρα παράγει λιγότερο ή περισσότερο προϊόν).
Τρίτον, δεν συγκρίνουμε ποτέ το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα με το αντίστοιχο στην Γερμανία ή σε κάποια άλλη μεμονωμένη χώρα, αλλά με το σύνολο των χωρών με τις οποίες αναπτύσσεται το εξωτερικό μας εμπόριο (αγαθών και υπηρεσιών) σταθμίζοντας με το βάρος που έχει στις εξαγωγές μας και τις εισαγωγές μας κάθε χώρα.
Τέταρτον, παίρνουμε υπόψη στους υπολογισμούς μας και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Αυτές είναι οι προϋποθέσεις για μια ορθή σύγκριση, και αυτή μας δείχνει τα εξής: Με βάση τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα, για το σύνολο της οικονομίας, υπολογισμένο σε δολάρια και συγκρινόμενο με το αντίστοιχο μέγεθος των 35 άλλων αναπτυγμένων χωρών του πλανήτη (λαμβανομένης υπόψη της γεωγραφικής και της κλαδικής κατανομής του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας με αυτές τις 35 χώρες) αυξήθηκε στην Ελλάδα, κατά την περίοδο 2000-2009, κατά 18,7%.
Η αύξηση αυτή, που δείχνει μια σοβαρή επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας κόστους, είναι υπολογισμένη σε δολάρια, και δεν θα πρέπει να αποδίδεται στις απαιτήσεις των εργαζομένων αλλά στις αλλαγές της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Επειδή οι ανταγωνίστριες χώρες δεν έχουν όλες κοινό νόμισμα με την Ελλάδα, αλλά διατηρούν τα δικά τους εθνικά νομίσματα, εάν θέλουμε να συγκρίνουμε την ανταγωνιστικότητα κόστους εργασίας (δηλαδή την ανταγωνιστικότητα στο βαθμό που εξαρτάται από το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος) μεταξύ Ελλάδας και ανταγωνιστριών χωρών, τότε είναι ορθό να υπολογίσουμε το κόστος εργασίας στις διάφορες χώρες στο ίδιο νόμισμα (π.χ. σε δολάρια).
Εάν όμως θέλουμε να υπολογίσουμε πόσο επέδρασαν στην ανταγωνιστικότητα κόστους οι απαιτήσεις των μισθωτών, επομένως οι αυξήσεις των αποδοχών, τότε θα πρέπει να συγκρίνουμε τις αυξήσεις του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε εθνικά νομίσματα -αλλιώς θα έχουμε αποδώσει στις αυξήσεις των μισθών, μεταβολές που οφείλονται στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Θα εμφανίζεται, δηλαδή, κάθε ανατίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ έναντι των νομισμάτων των εμπορικών εταίρων της Ελλάδας ως αποτέλεσμα των υποτιθέμενων παράλογων απαιτήσεων των εργαζομένων.
Με βάση τέτοια λανθασμένα συμπεράσματα καλούνται οι εργαζόμενοι, επιδεικνύοντας αυτοσυγκράτηση, να αναλάβουν εκείνοι την αναπλήρωση της απώλειας ανταγωνιστικότητας που οφείλεται στην αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Επομένως, για να έχουμε την ορθή εκτίμηση της επίπτωσης των απαιτήσεων των εργαζομένων στην ανταγωνιστικότητα τιμής πρέπει να εξετάσουμε τον εθνικό δείκτη του μοναδιαίου κόστους εργασίας σε σχέση με τους αντίστοιχους δείκτες των 35 άλλων βιομηχανικών χωρών, σε εθνικά νομίσματα, λαμβανομένης υπόψη της γεωγραφικής και της κλαδικής κατανομής εκάστης χώρας στο εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας, έτσι ώστε στον δείκτη να μην περιλαμβάνεται η επίπτωση των μεταβολών των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Από τις μεταβολές του δείκτη αυτού προκύπτει ότι στη διάρκεια των ετών 2000-2009, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, συγκρινόμενο με το αντίστοιχο μέγεθος στις 35 βιομηχανικές χώρες, σε εθνικά νομίσματα, αυξήθηκε συνολικά στην εν λόγω περίοδο κατά 2%. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν ολόκληρη η αύξηση του σταθμισμένου μοναδιαίου κόστους εργασίας σε δολάρια (18,7%) οφείλεται στις μεταβολές της ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας δηλαδή στην ανατίμηση του ευρώ.
Ο ισχυρισμός ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας επιδεινώθηκε εξαιτίας των αυξήσεων των μισθών είναι, λοιπόν, λανθασμένη. Οι απαιτήσεις των μισθωτών στην Ελλάδα αυξήθηκαν με τον ίδιο περίπου ρυθμό με τον μέσο όρο των ανταγωνιστριών χωρών (λαμβανομένων υπόψη και των διαφορετικών αυξήσεων της παραγωγικότητας και το βάρος κάθε χώρας στο εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας). Για την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας τιμής ευθύνεται αποκλειστικά το ευρώ, του οποίου η ανατίμηση αποτελεί τον μοχλό για την έναρξη της διαδικασίας της εσωτερικής υποτίμησης.
Οι μέσες ετήσιες αποδοχές το 2009 ανέρχονταν στην Ελλάδα σε 28.548 ευρώ έναντι 39.562 κατά μέσο όρο στις άλλες προηγμένες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15. Μόνον σε τρεις χώρες, στην Κύπρο, την Σλοβενία και την Πορτογαλία οι αποδοχές ήταν μικρότερες από ό,τι στην Ελλάδα.
Η παραπάνω εκτίμηση των μέσων αποδοχών στην Ελλάδα αποκρύπτει βασικά χαρακτηριστικά της κατανομής των αποδοχών:
Πρώτον, οι διάμεσες ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα και στις επιχειρήσεις άνω των 10 ατόμων, για τους εργαζόμενους που απασχολούνται με πλήρες ωράριο, ανέρχονταν το 2009, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, σε περίπου 1550 ευρώ. Με άλλα λόγια, το 50% των πλήρως απασχολουμένων μισθωτών στην Ελλάδα αμείβονταν το 2009 με ακαθάριστες αποδοχές μικρότερες των 1.550 ευρώ. Οι μέσες ακαθάριστες αποδοχές ανέρχονταν σε 2.060 ευρώ και ήταν κατά πολύ υψηλότερες της διάμεσης αμοιβής (1550 ευρώ), επειδή ένα μικρό ποσοστό μισθωτών έχουν υψηλούς μισθούς που υποκρύπτουν εκτός από την αμοιβή εργασίας και συμμετοχή στα κέρδη. Η συμμετοχή αυτών των μισθωτών στο δείγμα ανεβάζει τεχνητά τον μέσο όρο δημιουργώντας έτσι ψευδείς εντυπώσεις για την μεγάλη μάζα των μισθωτών.
Πιο συγκεκριμένα, το 1% των μισθωτών του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας είχαν, το 2009, ετήσιες αποδοχές που υπερέβαιναν τα 7.220 ευρώ. Εάν παραλείψουμε την εν λόγω ομάδα μισθωτών από το δείγμα, οι μέσες ακαθάριστες αποδοχές του 99% των υπολοίπων μισθωτών, που εργάζονται με πλήρες ωράριο, περιορίζονται στα 1.790 ευρώ (ενώ η διάμεση αμοιβή παραμένει σχεδόν αμετάβλητη). Εάν παραλείψουμε από τους υπολογισμούς μας το 5% των πλέον υψηλόμισθων, δηλαδή, όσους αμείβονται με ακαθάριστες αποδοχές άνω των 4.200 ευρώ, οι μέσες ακαθάριστες αποδοχές του υπόλοιπου 95% των πλήρως απασχολουμένων μισθωτών ανέρχονταν, το 2009, σε 1610 ευρώ (διάμεση τιμή 1.470).
Δεύτερον, το όριο κάτω του οποίου ένας εργαζόμενος χαρακτηρίζεται ως χαμηλόμισθος ανέρχεται στα 2/3 των διάμεσων αποδοχών, ήτοι σε περίπου 1000 ευρώ. Το 24% των εργαζομένων με πλήρες ωράριο στον επιχειρηματικό τομέα της Ελλάδας, με βάση το παραπάνω κριτήριο, είναι χαμηλόμισθοι. Η σύγκριση των αποδοχών, ως εισόδημα, οφείλει να λαμβάνει υπόψη της και το διαφορετικό ύψος των τιμών των αγαθών και υπηρεσιών στις 15 χώρες μέλη. Στο Διάγραμμα 47, φαίνονται τα αποτελέσματα του υπολογισμού του μέσου ακαθάριστου μισθού στις δεκαπέντε χώρες μέλη σε Ισοτιμίες Αγοραστικής Δύναμης, έτσι ώστε οι μισθοί να είναι συγκρίσιμοι μεταξύ τους ως προς την αγοραστική τους δύναμη. Προκύπτει ότι η αγοραστική δύναμη του μέσου ακαθάριστου μισθού στην Ελλάδα, κατά το 2009, ανερχόταν στο 82,4% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15. Η αντίστοιχη αγοραστική δύναμη στην Πορτογαλία ήταν 65,7% της ΕΕ-15 ενώ το επίπεδο της Ισπανίας ήταν κατά τι ανώτερο (84,3%).
Το ετήσιο κόστος εργασίας (ακαθάριστος μισθός+εργοδοτικές εισφορές) αποτελεί την βάση του υπολογισμού του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Στον υπολογισμό αυτό υπεισέρχεται ωστόσο και η παραγωγικότητα της εργασίας. Από την σύγκριση της παραγωγικότητας της εργασίας στις προηγμένες χώρες προκύπτει ότι η Ελλάδα υστερεί έναντι πολλών άλλων χωρών πλην όμως η διαφορά που παρατηρείται είναι μικρότερη από την αντίστοιχη διαφορά των αμοιβών εργασίας. Ενώ δηλαδή το μηνιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα ανέρχεται στο 83% του μέσου αντίστοιχου κόστους στην ΕΕ-15 (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης), η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα ανερχόταν το 2009 σε περίπου 95% του μέσου όρου της ΕΕ-15.
Προκύπτει, έτσι, εξαιτίας της περιορισμένης διαφοράς στην παραγωγικότητα της εργασίας μεταξύ Ελλάδας και μέσου όρου της ΕΕ-15, ότι η απόσταση που χωρίζει το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα από τις άλλες χώρες της ευρωζώνης είναι σημαντική και ανέρχεται σε 28,4% (με βάση 100 για τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, και 99,2 για την Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 «παλαιών» χωρών μελών, ο δείκτης ανέρχεται σε 71,6 για την Ελλάδα).
Αξίζει να σημειωθεί ότι το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Πορτογαλία είναι εξαιρετικά χαμηλό, γεγονός που δεν έχει βοηθήσει την χώρα αυτή να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, κατά τα τελευταία έτη -προβλήματα εν πολλοίς όμοια με αυτά της ελληνικής οικονομίας. Σημαντικά υψηλότερο από όσο στην Ελλάδα είναι το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ισπανία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου